-
1 περιελαύνω
A , etc.:— drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30 ; drive, round up cattle, etc. as booty,λείαν πολλήν Parth.20.1
, App.Hann.12 ; [ πρόβατα] Palaeph.18;βοῦς Porph.Abst.2.30
:—also in [voice] Med., Plb.4.29.6, etc.2 drive about, harass,οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ar. Eq. 887
; περιελῶ σ' ἀλαζονείαις (Elmsl. for - είας) ib. 290 :—[voice] Pass.,περιελαυνόμενος τῇ στάσι Hdt.1.60
; .3 draw or build round,περὶ δ' ἕπκος ἔλασσε Il.18.564
;περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν Od.7.113
;ἐληλαμέναι πέρι πύργον A.Pers. 872
(lyr.);π. αὔλακα βαθεῖαν Plu.Rom.11
.II seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2 ;εἰς τὸ ὄπισθεν Id.Cyr.7.1.36
: c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as.., Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32.2 metaph., have recourse,οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῦδος Philostr.VA7.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιελαύνω
См. также в других словарях:
περιελαύνω — Α [ελαύνω] 1. περιφέρω από τον έναν στον άλλο («θᾱττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας», Πολυδ.) 2. αρπάζω ως λεία («περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα», Πολ.) 3. παρενοχλώ, βασανίζω («οἶοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) 4. κατασκευάζω κάτι … Dictionary of Greek